- αθέλγω
- ἀθέλγω (Α)1. αρμέγω2. παθ. εξάγομαι με πίεση, αρμέγομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. σε -λγω πιθ. αναλογική προς το συνώνυμο ἀμέλγω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαθέλγω — ἐξαθέλγω (Α) [αθελγώ] ξεζουμίζω … Dictionary of Greek